- μεγάθυμος
- η, ρ [ος , ον ] см. μεγαλόκαρδος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγάθυμος — η, ο (Α μεγάθυμος, ον) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος 2. (για ζώο) ζωηρός («ταῡρον... αἴθωνα μεγάθυμον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. καρτερικός, υπομονητικός. επίρρ... μεγαθύμως με γενναιοφροσύνη, μεγαλόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θυμός (πρβλ. εύ θυμος, κακό … Dictionary of Greek
μεγάθυμος — μεγάθῡμος , μεγάθυμος great hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαθύμω — μεγαθύ̱μω , μεγάθυμος great hearted masc/fem/neut nom/voc/acc dual μεγαθύ̱μω , μεγάθυμος great hearted masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάθυμον — μεγάθῡμον , μεγάθυμος great hearted masc/fem acc sg μεγάθῡμον , μεγάθυμος great hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BRIAREUS — Gigas, Aetheris, Titanis, vel Caeli et terrae filius. Hunc Homerus ait Iliad. 1. v. 403. a superis quidem Briareum dictum fuisse, ab hominibus vero Aegaeona: Ο῝ν Βριαρέων καλέουςι ςθεοὶ, ἄνδρες δέ τε πάντες Α᾿ιγαίωνα. Hic cum ceteris Gigantibus… … Hofmann J. Lexicon universale
ανεξίκακος — η, ο (AM ἀνεξίκακος, ον) μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος. αρχ. καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός. ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ] … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
μεγαθυμία — η 1. μεγαλοψυχία, γενναιοψυχία 2. ανεκτικότητα, υπομονητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Λαζαρή] … Dictionary of Greek
μεγαλόθυμος — η, ο (Α μεγαλόθυμος, ον) μεγάθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θυμός (πρβλ. μεγά θυμος)] … Dictionary of Greek
Βέτιν — (Wettin). Γερμανική ηγεμονική οικογένεια που, κατά την παράδοση, καταγόταν από τοΒίτεκιντ. Ο Κονράδος ο Μέγας (πέθανε το 1156), κόμης του Βέτιν (τοποθεσία κοντά στη Χάλε), έλαβε από τον αυτοκράτορα Λοθάριο B’ το μαργραβάτο του Μάισεν (σημερινή… … Dictionary of Greek